τρισεγγόνι

τρισεγγόνι
το, Ν
βλ. τρισέγγονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρισέγγονος — εγγονή, ο / τρισέγγονος, ον, ΝΜ, και τ. θηλ. τρισέγγονα και τ. ουδ. τρισεγγόνι, Ν το παιδί τού δισέγγονου σε σχέση με τον πατέρα τού παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + ἔγγονος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”